asesoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asesoro | asesoroj |
αιτιατική | asesoron | asesorojn |
asesoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asesoro | asesoroj |
αιτιατική | asesoron | asesorojn |
asesoro (eo)