artikulacio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- artikulacio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artikulacio | artikulacioj |
αιτιατική | artikulacion | artikulaciojn |
artikulacio (eo)
- η άρθρωση