arteriosklerozo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- arteriosklerozo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arteriosklerozo | arteriosklerozoj |
αιτιατική | arteriosklerozon | arteriosklerozojn |
arteriosklerozo (eo)