arraché
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- arraché < arracher
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arraché | arrachés |
θηλυκό | arrachée | arrachées |
arraché (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαarraché (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός) το αρασέ
- → δείτε τις λέξεις développé, épaulé και épaulé-jeté