Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

arraché < arracher

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ʁa.ʃe/

  Μετοχή επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό arraché arrachés
θηλυκό arrachée arrachées

arraché (fr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

arraché (fr) αρσενικό

→ δείτε τις λέξεις développé, épaulé και épaulé-jeté

Εκφράσεις επεξεργασία