armilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | armilo | armiloj |
αιτιατική | armilon | armilojn |
armilo (eo)
- το όπλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | armilo | armiloj |
αιτιατική | armilon | armilojn |
armilo (eo)