arkimandrito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- arkimandrito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkimandrito | arkimandritoj |
αιτιατική | arkimandriton | arkimandritojn |
arkimandrito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkimandrito | arkimandritoj |
αιτιατική | arkimandriton | arkimandritojn |
arkimandrito (eo)