arkado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkado | arkadoj |
αιτιατική | arkadon | arkadojn |
arkado (eo)
- η στοά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkado | arkadoj |
αιτιατική | arkadon | arkadojn |
arkado (eo)