argilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | argilo | argiloj |
αιτιατική | argilon | argilojn |
argilo (eo)
- η άργιλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | argilo | argiloj |
αιτιατική | argilon | argilojn |
argilo (eo)