aresto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aresto | arestoj |
αιτιατική | areston | arestojn |
aresto (eo)
- η σύλληψη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aresto | arestoj |
αιτιατική | areston | arestojn |
aresto (eo)