arbusto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbusto | arbustoj |
αιτιατική | arbuston | arbustojn |
arbusto (eo)
- ο θάμνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbusto | arbustoj |
αιτιατική | arbuston | arbustojn |
arbusto (eo)