Ετυμολογία

επεξεργασία
arbre < λατινική arbor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aʁ.bʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arbre arbres

arbre (fr) αρσενικό

  1. (βοτανική) το δένδρο

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet arbre arbre
cas régime arbre arbres

arbre αρσενικό

  1. το δέντρο