arbrisseau
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- arbrisseau < arbrissel < arbrisselus < δημώδης λατινική arboriscellus
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arbrisseau | arbrisseaux |
arbrisseau (fr) αρσενικό
- (βοτανική) το δενδρύλλιο, συνήθως έως 7 μέτρα ύψος