Ετυμολογία

επεξεργασία
arbitror < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /arˈbit.ror/

arbitror (la) (αποθετικό ρήμα) (arbitror1, arbitrātus sum, arbitrārī)

  1. ακούω με τα ίδια μου τ' αφτιά
  2. κρίνω, αποφαίνομαι
  3. πιστεύω