arbeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbeto | arbetoj |
αιτιατική | arbeton | arbetojn |
arbeto (eo)
- το δεντράκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbeto | arbetoj |
αιτιατική | arbeton | arbetojn |
arbeto (eo)