arbedo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbedo | arbedoj |
αιτιατική | arbedon | arbedojn |
arbedo (eo)
- ο θάμνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbedo | arbedoj |
αιτιατική | arbedon | arbedojn |
arbedo (eo)