Ετυμολογία

επεξεργασία
apron < (κληρονομημένο) μέση αγγλική naperon < παλαιά γαλλική napperon

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeɪ.pɹən/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
apron aprons

apron (en)

  1. (ενδυμασία) η ποδιά
  2. (αεροπορικός όρος) πίστα ελιγμών, πίστα στάθμευσης, δευτερεύουσα πίστα, βοηθητική πίστα



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

apron (eo)