apron
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- apron < (κληρονομημένο) μέση αγγλική naperon < παλαιά γαλλική napperon
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
apron | aprons |
apron (en)
- (ενδυμασία) η ποδιά
- (αεροπορικός όρος) πίστα ελιγμών, πίστα στάθμευσης, δευτερεύουσα πίστα, βοηθητική πίστα
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
apron (eo)