apopleksio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- apopleksio < apopleksi- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apopleksio | apopleksioj |
αιτιατική | apopleksion | apopleksiojn |
apopleksio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apopleksio | apopleksioj |
αιτιατική | apopleksion | apopleksiojn |
apopleksio (eo)