apartaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apartaĵo | apartaĵoj |
αιτιατική | apartaĵon | apartaĵojn |
apartaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apartaĵo | apartaĵoj |
αιτιατική | apartaĵon | apartaĵojn |
apartaĵo (eo)