antropologio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- antropologio < antropologi + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antropologio | antropologioj |
αιτιατική | antropologion | antropologiojn |
antropologio (eo)
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαantropologio (io)