antologio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antologio | antologioj |
αιτιατική | antologion | antologiojn |
antologio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antologio | antologioj |
αιτιατική | antologion | antologiojn |
antologio (eo)