Ουσιαστικό

επεξεργασία

antenna (en)

  1. (πληθυντικός: antennae) κεραία (πχ εντόμου: αισθητήριο όργανο)
  2. (πληθυντικός: antennas) κεραία (συσκευή)
     συνώνυμα: aerial

  Ετυμολογία

επεξεργασία
antenna < λατινική antenna

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antenna antenne

antenna (it)