antecedento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antecedento | antecedentoj |
αιτιατική | antecedenton | antecedentojn |
antecedento (eo)
- το προηγούμενο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antecedento | antecedentoj |
αιτιατική | antecedenton | antecedentojn |
antecedento (eo)