anonimulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anonimulo | anonimuloj |
αιτιατική | anonimulon | anonimulojn |
anonimulo (eo)
- ο άγνωστος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anonimulo | anonimuloj |
αιτιατική | anonimulon | anonimulojn |
anonimulo (eo)