anestezisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- anestezisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anestezisto | anestezistoj |
αιτιατική | anesteziston | anestezistojn |
anestezisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anestezisto | anestezistoj |
αιτιατική | anesteziston | anestezistojn |
anestezisto (eo)