amusette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
amusette | amusettes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαamusette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ελαφρά διασκέδαση
- (Βέλγιο) (οικείο) άνθρωπος αφηρημένος, που διασκεδάζει με το παραμικρό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη amuser