ενικός         πληθυντικός  
amusette amusettes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

amusette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ελαφρά διασκέδαση
  2. (Βέλγιο) (οικείο) άνθρωπος αφηρημένος, που διασκεδάζει με το παραμικρό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη amuser