Ετυμολογία

επεξεργασία
amuse-gueule < amuser + gueule

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.myz⋅ɡœl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
amuse-gueule amuse-gueules

amuse-gueule (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη amuser