Ετυμολογία

επεξεργασία
amuse-bouche < amuser + bouche

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
amuse-bouche amuse-bouches

amuse-bouche (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη amuser