amplitudo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amplitudo | amplitudoj |
αιτιατική | amplitudon | amplitudojn |
amplitudo (eo)
- το εύρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amplitudo | amplitudoj |
αιτιατική | amplitudon | amplitudojn |
amplitudo (eo)