Ετυμολογία

επεξεργασία
ampleksa < ampleks- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ampleksa ampleksaj
αιτιατική ampleksan ampleksajn

ampleksa (eo)

legu pli ampleksa artikolo en... - διαβάστε (ένα) πιο εκτεταμένο άρθρο στο...