amonio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amonio | amonioj |
αιτιατική | amonion | amoniojn |
amonio (eo)
- το αμμώνιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amonio | amonioj |
αιτιατική | amonion | amoniojn |
amonio (eo)