• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

amiko

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Εσπεράντο (eo)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
amiko < amik- + -o

Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική amikoamikoj
αιτιατική amikonamikojn

amiko (eo)

  • ο φίλος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=amiko&oldid=3763070"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαΐου 2017, στις 01:00

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Català
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • Zazaki
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • Қазақша
    • 한국어
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Norsk
    • Occitan
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • ไทย
    • Türkçe
    • Volapük
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαΐου 2017, στις 01:00.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας