amfetamino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- amfetamino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amfetamino | amfetaminoj |
αιτιατική | amfetaminon | amfetaminojn |
amfetamino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amfetamino | amfetaminoj |
αιτιατική | amfetaminon | amfetaminojn |
amfetamino (eo)