ambiguity
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ambiguity | ambiguities |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαambiguity (en)
- (μη μετρήσιμο) η νοηματική ασάφεια, το να έχουν περισσότερες από μία πιθανές έννοιες
- ⮡ It is used in speech to avoid potential ambiguity.
- Χρησιμοποιείται στον λόγο για να αποφευχθεί ενδεχόμενη ασάφεια.
- ⮡ It is used in speech to avoid potential ambiguity.
- η ασάφεια, η αμφισημία
- ⮡ His report is full of ambiguities.
- Η αναφορά του είναι γεμάτη ασάφειες.
- ⮡ His report is full of ambiguities.
- ο διπλός χαρακτήρας ενός πράγματος