ambaŭseksemulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ambaŭseksemulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambaŭseksemulo | ambaŭseksemuloj |
αιτιατική | ambaŭseksemulon | ambaŭseksemulojn |
ambaŭseksemulo (eo)