ενικός         πληθυντικός  
amarone amaroni

  Ετυμολογία

επεξεργασία
amarone < amaro (πικρός) + -one

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.maˈro.ne/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

amarone (it) αρσενικό