amarone
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
amarone | amaroni |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.maˈro.ne/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαamarone (it) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- amarone - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).