alteo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alteo | alteoj |
αιτιατική | alteon | alteojn |
alteo (eo)
- (φυτό) η νερομολόχα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alteo | alteoj |
αιτιατική | alteon | alteojn |
alteo (eo)