altaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altaro | altaroj |
αιτιατική | altaron | altarojn |
altaro (eo)
- ο βωμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altaro | altaroj |
αιτιατική | altaron | altarojn |
altaro (eo)