alpisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alpisto | alpistoj |
αιτιατική | alpiston | alpistojn |
alpisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alpisto | alpistoj |
αιτιατική | alpiston | alpistojn |
alpisto (eo)