alotropio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alotropio | alotropioj |
αιτιατική | alotropion | alotropiojn |
alotropio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alotropio | alotropioj |
αιτιατική | alotropion | alotropiojn |
alotropio (eo)