alopatia
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alopatia | alopatiaj |
αιτιατική | alopatian | alopatiajn |
alopatia (eo)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαalopatia (pl)