almanako
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almanako | almanakoj |
αιτιατική | almanakon | almanakojn |
almanako (eo)
- το αλμανάκ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almanako | almanakoj |
αιτιατική | almanakon | almanakojn |
almanako (eo)