Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας allude to
γ΄ ενικό ενεστώτα alludes to
αόριστος alluded to
παθητική μετοχή alluded to
ενεργητική μετοχή alluding to

  Ετυμολογία επεξεργασία

allude to < → δείτε τις λέξεις allude και to

  Ρήμα επεξεργασία

allude to (en)

  • υπαινίσσομαι, αναφέρω κάτι με έμμεσο τρόπο
    He alluded to her past.
    Υπαινίχθηκε το παρελθόν της.

Συνώνυμα επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη allude

  Πηγές επεξεργασία