Ετυμολογία

επεξεργασία
all in all <  δείτε τις λέξεις all και in

all in all (en) (ιδιωματισμός)

  1. κρίνοντας γενικά
      All in all it wasn’t a bad day!
    Γενικά δεν ήταν κι άσχημη μέρα!
  2. συνολικά, όλοι κι όλοι
      The Spartans in Thermopylae were all in all three hundred.
    Οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες ήταν συνολικά/όλοι (κι) όλοι τριακόσιοι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη altogether