all in all
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαall in all (en) (ιδιωματισμός)
- κρίνοντας γενικά
- ⮡ All in all it wasn’t a bad day!
- Γενικά δεν ήταν κι άσχημη μέρα!
- ⮡ All in all it wasn’t a bad day!
- συνολικά, όλοι κι όλοι
- ⮡ The Spartans in Thermopylae were all in all three hundred.
- Οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες ήταν συνολικά/όλοι (κι) όλοι τριακόσιοι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη altogether
- ⮡ The Spartans in Thermopylae were all in all three hundred.