alko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alko | alkoj |
αιτιατική | alkon | alkojn |
alko (eo)
- η άλκη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alko | alkoj |
αιτιατική | alkon | alkojn |
alko (eo)