aliseksemulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aliseksemulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aliseksemulo | aliseksemuloj |
αιτιατική | aliseksemulon | aliseksemulojn |
aliseksemulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aliseksemulo | aliseksemuloj |
αιτιατική | aliseksemulon | aliseksemulojn |
aliseksemulo (eo)