akvokuracado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- akvokuracado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvokuracado | akvokuracadoj |
αιτιατική | akvokuracadon | akvokuracadojn |
akvokuracado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvokuracado | akvokuracadoj |
αιτιατική | akvokuracadon | akvokuracadojn |
akvokuracado (eo)