akvilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- akvilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvilo | akviloj |
αιτιατική | akvilon | akvilojn |
akvilo (eo)
- το ποτιστήρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvilo | akviloj |
αιτιατική | akvilon | akvilojn |
akvilo (eo)