akvilegio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvilegio | akvilegioj |
αιτιατική | akvilegion | akvilegiojn |
akvilegio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvilegio | akvilegioj |
αιτιατική | akvilegion | akvilegiojn |
akvilegio (eo)