akvarelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvarelo | akvareloj |
αιτιατική | akvarelon | akvarelojn |
akvarelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvarelo | akvareloj |
αιτιατική | akvarelon | akvarelojn |
akvarelo (eo)