akuzativo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuzativo | akuzativoj |
αιτιατική | akuzativon | akuzativojn |
akuzativo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuzativo | akuzativoj |
αιτιατική | akuzativon | akuzativojn |
akuzativo (eo)